περατοῦ

περατοῦ
περατής
wanderer
masc gen sg
περᾱτοῦ , περατός
navigable
masc/neut gen sg
περατόω
limit
pres imperat mp 2nd sg
περατόω
limit
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Περάτου — Πέρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάτου — πέρατος masc/neut gen sg περατόω limit pres imperat act 2nd sg περατόω limit imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Ρήμαν, Μπέρνχαρντ — (Riemann, Μπρέζελεντς, Αννόβερο 1826 – Σέλασκα, Λίμνη Ματζόρε 1866). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στο Βερολίνο, όπου ήταν μαθητής του Γιάκομπ Στάινερ, του Καρλ Γιακόμπι και ιδιαίτερα του Πέτερ Ντιρισλέ, τον οποίο διαδέχτηκε στην έδρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”